μακρόθι

μακρόθι
μάκρο-θι, Adv.
A at a distance, Tz.H.8.137.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακρόθι — (Μ) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριά («μακρόθι κεῑται», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. αλλαχό θι)] …   Dictionary of Greek

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”